- Κελτίς
- Κελτίς, ἡ (Α)βλ. Κελτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κελτίς — Celtic fem nom sg Κελτικός Celtic fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελτίς — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ουλμίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. celtis < λατ. celtis «είδος αφρικανικού λωτού»] … Dictionary of Greek
Κελτί — Κελτίς Celtic fem voc sg Κελτικός Celtic fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κελτίδα — Κελτίς Celtic fem acc sg Κελτικός Celtic fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κελτίδος — Κελτίς Celtic fem gen sg Κελτικός Celtic fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κελτίσι — Κελτίς Celtic fem dat pl Κελτικός Celtic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAMEUS — vulgo dicitur lapis lacteus, nigrô et candidô compositus, cuius nempe superficies candida est, radix vero nigra, marmoribus potius, quam gemmis, annumerandus. Ingentes namque exciduntur crustae, quibus lactea superficies, quae ectypis imaginibus… … Hofmann J. Lexicon universale
Κελτός — Κελτός, ή και Κελτίς, όν (Α) (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Κελτοί βλ. Κέλτες … Dictionary of Greek
κακατσομηλιά — η ονομασία τού θάμνου ή δέντρου που κατά παλαιότερη ταξινόμηση ήταν γνωστό ως κελτίς η νοτία … Dictionary of Greek
λωτός — I Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Diospyrus kaki, της οικογένειας των εβενιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 14 μ. Χάρη στην ωραία κόμη του, με το σκούρο πράσινο, σχεδόν μεταλλικό χρώμα, εκτιμάται και ως… … Dictionary of Greek